- παραδρομή
- η, ΝΜΑνεοελλ.απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής»)μσν.(για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.)αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και να περιποιείται κάποιος με προθυμία («παραδρομή κολάκων», Ποσειδών)2. ακολουθία, συνοδεία («μετὰ πολλῆς παραδρομῆς», ΚΔ)3. διάβαση, πέρασμα από κάπου4. φρ. «ἐν παραδρομῇ» — εν παρόδω, παρενθετικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αόρ. τού τρέχω), πρβλ. επιδρομή].
Dictionary of Greek. 2013.